- Κοράκων
- Κόραξravenmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοράκων — κόραξ raven masc gen pl κόρακος masc gen pl κορακόω close imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κορακόω close imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοράκων λαρυγγισμοὶ — σημεῖα πνευμάτων καὶ ὄμβρων. — См. Каркать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
врании — (3*) пр. к вранъ1 и врана: о(т) врѣднаго потребное избираемъ... мѩсо же и гипiѥ или врание. КР 1284, 189в; ты даѥши имъ пищю въ подобно времѩ, враны въпамѩтова погракани˫а, гл҃ѩ: дающемоу скотомъ пищю имъ и птенцемъ враниѥмъ призывающе ѥго. (τῶν… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κορακίστικα — Κακόηχη διάλεκτος που μοιάζει με τη φωνή κορακιού και χρησιμοποιείται πολλές φορές ως συνθηματική γλώσσα. Τα κ. αποτελούν μία από τις πολλές συνθηματικές γλώσσες που χρησιμοποίησαν παλαιότερα οι απόδημοι χωρικοί της Ελλάδας, αλλά και τα μέλη… … Dictionary of Greek
каркать — (иноск.) брюзжать, браниться, предсказывать неудачу, беду (намек на зловещего ворона) Старый ворон мимо не каркает. Старый ворон не каркает даром: либо было что, либо будет что . Ворон каркает к несчастью, ворона к ненастью. Ср. Ну, что же, скоро … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Каркать — (иноск.) брюзжать, браниться, предсказывать неудачу, бѣду (намекъ на зловѣщаго ворона). Старый воронъ мимо не каркаетъ. «Старый воронъ не каркаетъ даромъ: либо было что, либо будетъ что». Воронъ каркаетъ къ несчастью, ворона къ ненастью. Ср. Ну,… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γκάβρα — η 1. το κράξιμο τών κοράκων 2. τσιριξιές σε γυναικοκαβγά … Dictionary of Greek
κλωγμός — και κλωσμός ο (AM κλωγμός και κλωσμός) [κλώζω] ο ήχος τής φωνής τής κότας, κακάρισμα («κοράκων λαρυγγισμοῖς καὶ κλωσμοῑς ἀλεκτορίδων», Πλούτ.) μσν. αρχ. ήχος αποδοκιμασίας παρόμοιος με κακάρισμα αρχ. κροτάλισμα τής γλώσσας για παρακίνηση αλόγου … Dictionary of Greek
κορακιστί — (Α) επίρρ. στη γλώσσα τών κοράκων, κορακίστικα («μὴ κορακιστὶ φθέγγεσθε, ὦ ἀνόητοι, καθάπερ τὰ παιδία», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος + επιρρμ. κατάλ. ιστί με σημ. «στη γλώσσα» ή «με τρόπο» (πρβλ. βαρβαρ ιστί, ελλην ιστί)] … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek